αντιτειχισμα

αντιτειχισμα
    ἀντιτείχισμα
    ἀντι-τείχισμα
    -ατος τό возведенное против неприятельского укрепление, контрукрепление Thuc.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "αντιτειχισμα" в других словарях:

  • αντιτείχισμα — ἀντιτείχισμα, το (Α) οχυρωματικό τείχισμα που κατασκευάστηκε εναντίον άλλου τειχίσματος …   Dictionary of Greek

  • ἀντιτείχισμα — counter fortification neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αντιτείχισμα — το τείχισμα που στηρίζεται σε άλλο για να το στηρίξει …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀντιτειχίσματα — ἀντιτείχισμα counter fortification neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»